- ειθισμένην
- εἰθισμένηνἐθίζωaccustom: perf part mp fem acc sg (attic epic ionic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
εἰθισμένην — ἐθίζω accustom perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωραπολώ — έω, Α (κατά τον Ησύχ.) (το απρμφ. ενεστ.) ὡραπολεῑν «κατὰ τὴν εἰθισμένην ὥραν ἑκάστου ἔτους ἀναπολεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + πολῶ (< πόλος < πέλω, ομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ὀνειρο πολῶ] … Dictionary of Greek